Φανταζόσασταν ποτέ ότι το τζάκι μπορεί να επιβαρύνει την υγεία μας αλλά και το περιβάλλον; Είναι αλήθεια. Δεν είναι ανάγκη όμως να στερηθούμε τη θαλπωρή του χωρίς ενοχές. Υπάρχουν τρόποι να μειώσουμε την επιβάρυνση με μικρές αλλαγές στον τρόπο που τo λειτουργούμε αλλά και νέα, πιο φιλικά στο περιβάλλον, μοντέλα. H αγαπημένη μας χειμωνιάτικη συνήθεια συνεπάγεται την εκπομπή χιλιάδων επικίνδυνων μικροσωματιδίων, ρύπων όπως διοξείδιο του θείου και του αζώτου ή μονοξείδιο του άνθρακα. Οι ρύποι αυτοί δεν συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, γιατί έχουν κλειστό κύκλο καύσης: εφόσον η ξυλεία προέρχεται από νόμιμη υλοτόμηση, το διοξείδιο του άνθρακα από την καύση της θεωρείται πως απορροφάται από τα επόμενα δέντρα που θα φυτευτούν – κάτι που στην Ελλάδα δεν είναι εξασφαλισμένο. Ούτως ή άλλως, όμως, η επιβάρυνση της ατμόσφαιρας δεν είναι αμελητέα, αν σκεφτεί κανείς πως τα νέα διαμερίσματα διαθέτουν τζάκια κατά 80%. Υπάρχουν μάλιστα πόλεις στο εξωτερικό (π.χ. Λονδίνο), όπου τα συμβατικά τζάκια έχουν απαγορευτεί.
Σε πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, τα τζάκια και οι άλλες θερμικές πηγές (καυστήρες, ξυλόσομπες) ευθύνονται για το 50 – 70% της χειμωνιάτικης ρύπανσης από ενώσεις άνθρακα και για το 60% από μικροσωματίδια. Στην Ελλάδα, η επιβάρυνση είναι μικρότερη, αλλά κανείς δεν γνωρίζει πόσο. «Δεν ξέρουμε ούτε πόσα τζάκια λειτουργούν ούτε πόσες ώρες και, πολύ περισσότερο, τι καίνε, που είναι κρίσιμο», λέει ο κ. Γιάννης Ζιώμας, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ. «Το σίγουρο είναι πως ακόμη και ένα καλοσχεδιασμένο τζάκι εκπέμπει μικροσωματίδια. Τις πολύ κρύες νύχτες, δημιουργούνται τοπικά κλιματολογικές συνθήκες συγκέντρωσης αυτών των σωματιδίων, από όπου προέρχεται και η ωραία μυρωδιά».
Σύμφωνα με στοιχεία της Greenpeace, ένα τζάκι εκπέμπει κατά μέσον όρο 47 γραμμάρια σωματιδίων άνθρακα την ώρα, ποσότητα διόλου ευκαταφρόνητη. Συνήθως, οι εκπομπές αυτές προστίθενται σε αυτές της κεντρικής θέρμανσης, αφού το τζάκι χρησιμοποιείται για «συντροφιά» και όχι για βασική θέρμανση. Δεν είναι όμως σημαντική μόνο η εξωτερική ρύπανση, αλλά και η επιβάρυνση του εσωτερικού αέρα του σπιτιού, ειδικά όταν το τζάκι «δεν τραβάει καλά». «Τα τζάκια εκπέμπουν μέσα στο σπίτι μονοξείδιο του άνθρακα και αιωρούμενα σωματίδια», λέει στο ΟΙΚΟ η κ. Ιωάννα Παπαμιχαήλ, ερευνήτρια του ΚΑΠΕ, γι’ αυτό και πρέπει να μένει πάντοτε μισάνοιχτο ένα παράθυρο, για την ανανέωση του αέρα. Τα ανοιχτά τζάκια, μάλιστα, έχουν ένα ακόμη πρόβλημα: ζεσταίνουν τοπικά το χώρο όπου βρίσκονται, αλλά κρυώνουν το υπόλοιπο σπίτι.
ΠΩΣ ΘΑ ΜΕΙΩΣΟΥΜΕ ΤΟΥ ΡΥΠΟΥΣ ΤΟΥ ΤΖΑΚΙΟΥ
Δεν είναι πάντως ανάγκη να στερηθούμε το άναμμα της εστίας, ακόμη κι αν έχουμε ένα συμβατικό, ανοιχτού τύπου τζάκι. Υπάρχουν αρκετοί, απλοί τρόποι για να μειώσουμε τους κρυφούς ρύπους.
• Η κατασκευή του τζακιού είναι το πρώτο ζητούμενο, καθώς η ποσότητα της θερμικής ενέργειας που δίνει εξαρτάται σημαντικά από την εστία. Ενα τζάκι με πυρότουβλα έχει απόδοση 10 – 15%, με μαντέμι 15 – 25%, ενώ όταν είναι ενεργειακό 60 – 85%! Ετσι, παρότι ένα ενεργειακό τζάκι είναι ακριβότερο από ένα συμβατικό, το κόστος λειτουργίας του είναι χαμηλότερο, αφού είναι πιο αποδοτικό – παρέχει μεγαλύτερη ζεστασιά και με λιγότερα έξοδα για την αγορά ξυλείας.
• Μονώνουμε εξωτερικά την καμινάδα για να μην παγώνει ο καπνός και να τραβάει καλύτερα το τζάκι. Δεν αμελούμε να την καθαρίζουμε (το πολύ κάθε δύο χρόνια).
• Φροντίζουμε να προμηθευόμαστε την ξυλεία μας το καλοκαίρι ή το πολύ μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Μεριμνούμε ιδιαίτερα για την αποθήκευση των καυσόξυλων. Τα ξύλα πρέπει να τοποθετούνται σε στεγασμένο χώρο και η περιεχόμενη υγρασία τους να είναι κάτω από 15% – την οποία ελέγχουμε με υγρόμετρο (μπορείτε να προμηθευτείτε ένα από μάντρες ξυλείας).
• Προσέχουμε τα είδη ξύλου που καίμε. Ορισμένα είδη παράγουν πολύ καπνό και έχουν δυσάρεστη οσμή ή «σκάνε». Προτιμάμε ελιά και δρυ, που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια καύσης, και οξιά, που δίνει ωραία φλόγα χωρίς προβλήματα. Το πεύκο ή το έλατο αρπάζουν γρήγορα και δίνουν μεγαλύτερη φλόγα, αλλά πρέπει να τα χρησιμοποιούμε κυρίως για προσάναμμα και όχι για συνεχή χρήση. Συμφέρουσα είναι η συνδυασμένη χρήση.
• Επιλέγουμε μόνο φυσικά ξύλα. Αποφεύγουμε ρητώς βαμμένα και βερνικωμένα ξύλα, περασμένα από λαδομπογιές, κομμάτια από έπιπλα και κάθε είδους πλαστικό.
• Αποφεύγουμε τη χρήση χημικών προσαναμμάτων, με παράγωγα πετρελαίου και άλλες ανθυγιεινές ουσίες, αλλά μόνο φυσικά, από λεπτά, ξερά κλαράκια ή δαδιά.
• Δεν αγοράζουμε εμποτισμένη με χημικά ξυλεία. Είμαστε προσεκτικοί με υλικά που διακινούνται κλεισμένα σε σακούλες σε σούπερ μάρκετ, βενζινάδικα ή αλλού. «Για όλα αυτά υπάρχει νομοθετικό κενό», λέει ο κ. Ζιώμας. «Δυστυχώς, δεν υπάρχει έλεγχος και πιστοποίηση».
ΤΙ ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ ΝΑ ΠΡΟΤΙΜAΜΕ
1. ΠΕΥΚΟ
Γενικά τα κωνοφόρα, όπως το πεύκο και το έλατο, «αρπάζουν» γρήγορα και δίνουν μεγάλη φλόγα. Πρέπει να τα χρησιμοποιούμε κυρίως για προσάναμμα, όμως, και όχι για συνεχή χρήση, καθώς συχνά λόγω ρετσινιού παράγουν πολύ καπνό.
2. ΔΡΥΣ
Η δρυς πρέπει να προτιμάται για συνεχή χρήση. Δεν είναι από τα ξύλα που αρπάζουν εύκολα, δεν βολεύει για προσάναμμα, όμως καίει αργά και αποδοτικά και διατηρεί τη φωτιά περισσότερο.
3. ΕΛΙΑ
Η ελιά, όπως και η δρυς, πρέπει να προτιμάται, καθώς έχει μεγαλύτερη διάρκεια καύσης.
4. ΟΞΙΑ
Η οξιά, αποδοτική και αργή στην καύση, είναι ιδανική για τζάκι, καθώς δίνει και μεγαλύτερη φλόγα, χωρίς όμως να προκαλεί τα προβλήματα καπνού που δημιουργούν τα κωνοφόρα.
ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ
Δεν είναι όμως μόνο η κλασική ξυλεία που μπορείτε να προτιμήσετε. Τελευταία, παρατηρείται στροφή των καταναλωτών στα επεξεργασμένα ξύλα, τα λεγόμενα οικολογικά καυσόξυλα ή μπριγκέτες. Αυτά αποτελούνται 100% από συμπιεσμένο ξύλο, πριονίδια και άλλα κατάλοιπα ξυλείας, χωρίς χημικά και άλλα πρόσθετα. Τα προϊόντα αυτά, που έχουν ελάχιστη υγρασία (2%), κάνουν καλύτερη καύση, έχουν μεγαλύτερη απόδοση και μικρότερες εκπομπές. «Οι μπριγκέτες είναι εξαιρετικά φιλικές προς το περιβάλλον και πολύ εύκολες στη χρήση. Χρειάζεται βέβαια προσοχή, γιατί κυκλοφορούν πολλές απομιμήσεις», λέει στο ΟΙΚΟ ο κ. Γιώργος Κωστογαλάκης, ο οποίος εμπορεύεται οικολογική ξυλεία. Οι τιμές της μπριγκέτας κινούνται στα 70 – 80 ευρώ τα 100 κιλά. Αν και η τιμή εκ πρώτης όψεως είναι υψηλή, οι μπριγκέτες καίγονται πάρα πολύ αργά, με αποτέλεσμα με το ίδιο βάρος να έχουν μέχρι και 10 φορές καλύτερη απόδοση από τη συμβατική ξυλεία.
Πηγή: OIKO – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΥ